- μαλαματώνω
- μαλαματώνω, μαλαμάτωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μαλαματώνω — (Μ μαλαματώνω και μαλαγματώνω) επιχρυσώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλαγματώνω (βλ. μάλαμα) < μάλαγμα] … Dictionary of Greek
μαλαματώνω — μαλαμάτωσα, μαλαματωμένος, επικαλύπτω την επιφάνεια κάποιου πράγματος με μάλαμα, επιχρυσώνω: Μαλαματωμένο δαχτυλίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαλαμάτωμα — το [μαλαματώνω] μαλαματοκάπνισμα … Dictionary of Greek
επιχρυσώνω — επιχρύσωσα, επιχρυσώθηκα, επιχρυσωμένος, μτβ., καλύπτω την επιφάνεια αντικειμένου με φύλλα χρυσού ή με λεπτό στρώμα χρυσού, μαλαματώνω, μαλαμοκαπνίζω, βαρακώνω (πρβλ. επαργυρώνω) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρυσώνω — χρύσωσα, χρυσώθηκα, χρυσωμένος 1. καλύπτω κάτι με χρυσό, επιχρυσώνω, μαλαματώνω. 2. διακοσμώ κάτι με χρυσό. 3. φρ., «Nα με χρυσώνουν δεν το κάνω», όσο και να με παρακαλέσουν ή όσα χρήματα και να μου προσφέρουν δε θα το κάνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)